previous next



257. A. MASCULINES AND FEMININES

SINGULAR
θής ἐλπίς χάρις ὄρνι_ς γίγα_ς γέρων
θητ-ἐλπιδ-χαριτ-ὀρνι_θ-γιγαντ-γεροντ-
serfhopegracebirdgiantold man
Nom.θήςἐλπίςχάριςὄρνι_ςγίγα_ςγέρων
Gen.θητ-όςἐλπίδ-οςχάριτ-οςὄρνι_θ-οςγίγαντ-οςγέροντ-ος
Dat.θητ-ίἐλπίδ-ιχάριτ-ιὄρνι_θ-ιγίγαντ-ιγέροντ-ι
Acc.θῆτ-αἐλπίδ-αχάρινὄρνι_νγίγαντ-αγέροντ-α
Voc.θήςἐλπίχάριὄρνι_γίγανγέρον

DUAL
N. A. V.θῆτ-εἐλπίδ-εχάριτ-εὄρνι_θ-εγίγαντ-εγέροντ-ε
G. D.θητ-οῖνἐλπίδ-οινχαρίτ-οινὀρνί_θ-οινγιγάντ-οινγερόντ-οιν

PLURAL
N. V.θῆτ-εςἐλπίδ-εςχάριτ-εςὄρνι_θ-εςγίγαντ-εςγέροντ-ες
Gen.θητ-ῶνἐλπίδ-ωνχαρίτ-ωνὀρνί_θ-ωνγιγάντ-ωνγερόντ-ων
Dat.θησίνἐλπίσινχάρισινὄρνι_σινγίγα_σινγέρουσιν
Acc.θῆτ-αςἐλπίδ-αςχάριτ-αςὄρνι_θ-αςγίγαντ-αςγέροντ-ας

Masculine: γέλως laughter (γελωτ-), ἐλέφα_ς elephant (ἐλεφαντ-), λέων lion (λεοντ-), ὀδούς tooth (ὀδοντ-), voc. ὀδούς. Feminine: ἐσθής clothing (ἐσθητ-), ἔρις strife (ἐριδ-), ἀσπίς shield (ἀσπιδ-), πατρίς fatherland (πατριδ-), κόρυς helmet (κορυθ-).

a. In πούς foot, Doric πώς (stem ποδ-) ου is irregular.

hide Display Preferences
Greek Display:
Arabic Display:
View by Default:
Browse Bar: