a. pour out “ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[κταρ” (supp. Lobel) Pae. 15.8 met., ““ἐν τᾷδ᾽ ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα”” (i. e. has been washed up) P. 4.42
b. med., pour oneself out, devote oneself to “μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾆ κέχυμαι” (“ἐφ᾽ ᾖ νῦν πᾶς ἔγκειμαι Σ.”) I. 1.4
d. frag. ] “χέων ῥαθά[μιγ]γα[ ” Pae. 7.9