A.lurk beneath, “τὰς γεφύρας” App.Ill.20: metaph, to be latent, Heraclit. All.17; lie in wait, Procop.Gaz.p.163 B.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Υυ
-
ὑανέοος:
ὑανεῶς:
-
ὑγι^ό-ω
ὑγλιῆναι:
-
ὑγρό-σαρκος
ὑγρο-σκελής
-
ὑδα^τό-χολος
ὑδα^τό-χροος
-
ὑδρ-εία
ὑδρ-εῖον
-
ὑδρο-κόμος
ὑδρο-κύων
-
ὑδρο-στόλος
ὑδρό-της
-
ὑελ-οψικός
ὑελ-οψός
-
υἱοποί-ητος
υἱοποι-ία
-
ὑληωρός
ὑλιάριος
-
ὑλο-τρα^φής
ὑλουργ-έω
-
ὑμν-ητικός
ὑμν-ητός
-
ὑομουσία
ὑοποΐα
-
ὕπαιθα^
ὑπαίθρ-ιος
-
ὑπαμφίβολος
ὑπαμφιέννυμαι
-
ὑπαντ-άω
ὑπάντ-η
-
ὑπα^ρόω
ὑπαρπάζω
-
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρ-ίζω
-
ὑπεκ-καίω
ὑπεκ-κα^λύπτω
-
ὑπεκχώρ-ησις
ὑπεκχωρ-ητικός
-
ὑπεξ-αντλέω
ὑπεξ-άπτω
-
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
-
ὑπεραπο-λογέομαι
ὑπεραπό-τι^σις
-
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
-
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
-
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκοντα^έτης
-
ὑπερεν-τελής
ὑπερεν-τρυ^φάω
-
ὑπερευ-χα^ριστέω
ὑπερεύχομαι
-
ὑπερθερμ-α^σία
ὑπέρθερμ-ος
-
ὑπερκαθ-ίζω
ὑπερκαθ-ίστημι
-
ὑπέρλαμπ-ρος
ὑπερλαμπ-ρύνομαι
-
ὑπερνότιος
ὑπερξανθ-ίζω
-
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
-
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
-
ὑπέρσπουδ-ος
ὑπερστα^τέω
-
ὑπέρυδρος
ὑπ-ερυθραίνω
-
ὑπερχαίρω
ὑπερχα^λ-αστικός
-
ὑπέσχημαι
ὑπετυ^μολογέω
-
ὐπίσσω
ὑπίστημι
-
ὑποβάτης
ὑποβδύλλω
-
ὑποβώμ-ιον
ὑποβωμ-ίς
-
ὑπογρα^φ-ίς
ὑπογρα?́φ-ω
-
ὑποδερ-ίς
ὑποδέρκομαι
-
ὑποδι^δάσκα^λος
ὑποδιδράσκω
-
ὑποδύσφορ-ος
ὑποδυσχεραίνω
-
ὑποθετ-ικός
ὑπόθετ-ος
-
ὑποικ-ουρία
ὑπ-οιμώζω
-
ὑποκατα-σκευάζω
ὑποκατα-σκευή
-
ὑποκλ-άζω
ὑπο-κλάζω
-
ὑποκρα_τήριον
ὑποκράτησις
-
ὑπολάμπ-τειρα:
ὑπολάμπ-ω
-
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
-
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
-
ὑπομνησ-τέον
ὑπομνησ-τεύομαι
-
ὑπόνομ-ος
ὑπονοσέω
-
ὑποπείθω
ὑποπεινάω
-
ὑποπλήσσω
ὑπόπλους
-
ὑπόπτ-ης
ὑποπτήσσω
-
ὑπορρίν-ιον
ὑπόρριν-ος
-
ὑποσι_μ-όω
ὑποσι^ωπ-άω
-
ὑπόσοφος
ὑποσπα^δίας
-
ὑπόστενος
ὑποστένω
-
ὑπόστυψις
ὑποσύγ-γρα^φος
-
ὑποσώρ-ευσις
ὑποσωρ-εύω
-
ὑποτι?μ-ητος
ὑποτίνω
-
ὑπότριψις
ὑποτρομ-έω
-
ὑπούργ-ημα
ὑπουργ-ημα^τικός
-
ὑπόφοβ-ος
ὑποφοινίζω
-
ὑποχειρογρα^φέω
ὑπόχευμα
-
ὑποψάθυ^ρος
ὑποψακάζω
-
ὑπώρορε
ὑπωρόφ-ιος
-
ὕσπλαγξ
ὑσπλήγγιον
-
ὑστήρια
ὑστιακόν
-
ὕφασ-μα
ὑφασ-μάτιον
-
ὑφιστάω
ὑφίστημι
-
ὑψηλό-νωτος
ὑψηλο-πέτης
-
ὑψι^-κρεμής
ὑψι?́-κρημνος
-
ὑψοτα^πείνωμα
ὑψοτάτω
-
ὑωνός
entry:
ὑπερλαμπ-ρύνομαι
ὑπερλάμπ-ω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκ-αίνομαι
ὑπέρλευκ-ος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυ_πέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαντεύομαι
ὑπερμα^χ-έω
ὑπερμα?́χ-ησις
ὑπερμα^χ-ητικός
ὑπερμα^χ-ικός
ὑπερμα?́χ-ομαι
ὑπέρμα^χ-ος
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγεθ-έω
ὑπερμεγέθ-ης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμεν-έτης
ὑπερμεν-έων
ὑπερμεν-ής
ὑπερμέση
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρ-έω
ὑπερμετρ-ία
ὑπέρμετρ-ος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμι_σέω
ὑπέρμορ-α
ὑπερμόρ-ως
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνεφής
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνι_κάω
ὑπερνο-έω
ὑπερνό-ησις
ὑπέρνο-ος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
This text is part of:
View text chunked by:
ὑφεδρ-εύω ,