A.“τρύχεσκεν” A.R.2.473: fut. “τρύξω” Od.17.387:—Pass., pres. and impf., v. infr.: the pf. is supplied by τρύω and τρυχόω: cf. κατατρύχω:—wear out, waste, consume, “τρύχουσι δὲ οἶκον” Od.1.248, 16.125; “οἵ τε [κηφῆνες] μελισσάων κάματον τ.” Hes.Op.305; πτωχὸν οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν no one would invite a beggar to eat him out of house and home, Od. 17.387; “τρύχω βίον ἐν κακότητι” Thgn.913; τρύχει τὰ νουσήματα, i.e. get the better of, cure, the disease, Hp.Morb.Sacr.18; τρύχουσιν ἔρωτες, τρύχει πόθος, AP12.88,143; “γᾶ φθίνουσα τρύχει ψυχάν” distresses, afflicts, S.OT666 (lyr.); “τρύχουσα σαυτήν” E.Hel.1286; “τ. στρατείαις τὴν πόλιν” X.HG5.2.4:—Pass., to be worn out, “τρυχόμενος” Od.1.288, 2.219, cf. Thgn.752; “τρύχεσθαι λιμῷ” Od.10.177; “εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι” S.Tr.110 (lyr.); “χρόνῳ” Id.Aj.605 (lyr.); “ἀμπλακίαις” E.Hipp.147 (lyr.); “τῇ προσεδρείᾳ” Th.1.126; “κατ᾽ οἶδμ᾽ ἅλιον” E.Hel.521 (lyr.); “ἐτρυχόμεσθα . . ὁδοιπλανοῦντες” Ar.Ach.68; “δυσμενέων ἄστυ τ.” Sol.3.22: c. gen., σου τρυχόμεθ᾽ ἤδη τρία καὶ δέκ᾽ ἔτη we have pined for thee . . , Ar.Pax989 (anap.).
τρύχω [υ_], Od.1.248, etc.: Ion. impf.