A.take care of, look after, c. acc., “χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει” E.IA 731; “οὐδ᾽ ἐργάτης σίδηρος . . οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει” Moschio Trag.6.12; “αἱ γυναῖκες, ὅταν τέκωσι, τ. τοὺς ἄνδρας” Nymphod.15; ἵνα μηδὲν ἄλλο ἢ ταύτην (sc. τὴν ἀρετὴν)“ καθάπερ ἀγαθὸς γεωργὸς τ. καὶ περιέπῃ” Ph.1.52, cf. eund. ap. Eus.PE8.14; “τημελοῦντες [τὴν ἀρχὴν] ὥσπερ νομεῖς” Aristid.Or.26(14).18; “τ. τὴν κεφαλήν” Plu.Art.18, Artem.1.38, cf. Plu.2.148d, S.E.M.7.249: c. gen., “σώματός τ᾽ ἐτημέλει” E.IT311, cf. Pl.Lg.953a:—Med., c. acc., D.H.4.67.
τημελ-έω ,