A.bridegroom, παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων <*>φίου Il.23.223 ; “τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ᾽ . . νυμφίον ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα” Od.7.65 ; “ἁρμόζων κόρᾳ ν. ἄνδρα” Pi.P.9.118, etc. ; “ζῆτε νυμφίων βίον” Ar.Av.161 ; opp. νύμφη, Pl.Lg.783e : in pl., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις to the bridal pair, E.Med.366, cf. A.Th.757 (lyr.) ; νυμφίοισι παρθένοις occurs in Ps.-E.IA741.
2. son-in-law, LXXJd. 15.6.