A.become numb with cold, “ἔλα, δίωκε, μή τι μαλκίων ποδί” A.Fr.332; “μέλλομεν καὶ μαλκίομεν” D.9.35 (restored from Harp. and Phot. for μαλακιζόμεθα)“; αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι” X.Cyn.5.2 (μαλακῶσαι codd., “μαλακιούσας” Poll.5.64, εἰ . . μαλακιοῦσι ib.49); πνεύματος ἀργαλέοιο πόνοιό τε μαλκίοντες (μαλκείοντα cod. A) Poet. ap. Sch.Nic.Th.382; οἶσθα δὲ ὡς ἐν κρύει σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα: . . ἰδίω θ᾽ ἅμα καὶ μαλκίω (μαλακιῶ codd.) “τὸ σῶμα” Luc.Lex.2; of a bee in cold weather, μαλκίει (μαλακιεῖ codd.) “τὰ μέλη” Ael.NA5.12, cf. 1.32 (μαλακίει codd.); ἀμβλύνεσθαι τὸ κέντρον καὶ μαλκίειν (μαλκιεῖν codd.) ib.9.4; μαλκίουσαν (μαλκιοῦσαν codd.) ἐκ τῶν κρυμῶν τοῦ ζῴου τὴν ὄψιν ib.16; κεῖσθαί που ἐν κλινιδίῳ τρέμοντα καὶ μαλκίοντα (μαλακιῶντα, μαλκιῶντα codd.) Them.Or.4.50c; μαλκίειν (μαλακιῆν cod.): τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν, Phryn.PSp.89 B., cf. Hsch. s. vv. μαλκίειν, μαλκίετον, EM*574.21; v. μαλακιάω.
μαλκίω [ι_],