A.order, command, A.Eu.235, S.Ant.1219 (pl.), etc.; call, summons, A.Ch.751 (pl.): in Prose, word of command in battle, Hdt.4.141, 7.16, cf. E.Hec.929 (lyr.); “ὁ Κύριος ἐν κ. καταβήσεται ἀπ᾽ οὐρανοῦ” 1 Ep.Thess.4.16; also, the call of the κελευστής (q.v.), which gave the time to the rowers, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος all at once, Th.2.92, D.S.3.15; “ἐξ ἑνὸς κελεύματος” Sophr.25; ἐκ κελεύματος at the word of command, A.Pers.397, cf.E.IT1405; “καχάζετε . . ἀπὸ κ.” Eub.8; “στρατεύσονται ἀφ᾽ ἑνὸς κ.” LXX Pr.30.27; of the boatswain's pipe, “κέλευσμα προσαυλεῖν” Phld.Mus.p.15 K.; also, the call of the driver to his horses, “κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται” Pl.Phdr.253d; of the huntsman to his hounds, X.Cyn.6.20; “κ. κυνηγετῶν” S.Ichn.225. (κέλευμα is the more ancient form, as in A.Pers.397, Ch.751, S., Sophr., Pl. (codd.l.c.), X., ll.cc., v.l. in Hdt. ll. cc., Th. l. c.)
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
γ
-
γαιή-ϊος
γαιή-οχος
-
γα^λακτο-πώλης
γα^λακτό-ρυ^τος
-
γα^λην-ίζω
γα^λήν-ιος
-
γα^μέω
γα^μήγυ^ρις
-
γανυτελεῖν:
γα^ν-ώδης
-
γαστρίαν:
γαστρίδιον
-
γέα
γεγάκειν
-
γειτον-εία
γειτον-εύω
-
γέλουτρον:
γελοωμι^λία
-
γενει-άσκω
γενει-αστήρ
-
γενν-ημα^τικός
γενν-ησιουργός
-
γερα^νο-πόδιον
γέρα^νος
-
γερουσι-άρχης
γερούσι-ας
-
γεω-δαιτέομαι
γεώδης
-
γηθα^λέος
γῆθεν
-
γηροτρόφ-ιον
γηρότροφ-ος
-
γιγγρ-ασμός
γιγγρί
-
γλαυκόμματος
γλαυκός
-
γλίνη
γλῖνος
-
γλυ^κ-ισμός
γλύκκα
-
Γλυ^κώνειος
γλύμμα
-
γλωττ-ικός
γλωττ-ίς
-
γνωμ-ικός
γνωμο-δοτέω
-
γογγρώδης
γογγρώνη
-
γομφ-άριον
γομφι-άζω
-
γονο-ρρυ^ής
γόνον:
-
γουβενάριον
γουβικός
-
γραμμα?́τ-ιον
γραμμα^τ-ισμός:
-
γράσων
γρασωνία
-
γρι_φο-πλόκος
γρῖφ-ος
-
γρυ_π-νόν:
γρυ_π-όομαι
-
γυλλός
γυμν-άδδομαι
-
γυμν-ωτέος
γυ^ναικ-άδελφος
-
γυ^ναικο-φίλης
γυ^ναικο-φόνος
-
γύρ-ωσις
γυρ-ωτέον
-
γώψ:
entry:
γεγάκειν
γεγάλημαι:
γέγειος
γεγηθότως
γέγλανται:
γεγυμνωμένως
γέγων-α
γεγων-αί:
γεγών-ησις
γεγων-ητέον
γεγων-ίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γεγώς
γέεννα
γέη
γεη-πόνος
γεήοχος
γεηρός
γεια^ρότης
γειδάριον
γεῖθρον:
γεϊκός
γείνομαι
γειόθεν
γειο-κόμος
γειο-μόρος
γειο-πόνος
γειο-τόμος
γειο-φόρος
γεῖσα
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσ-ον
γεῖσ-ος
γεισ-όω
γείσ-ωμα
γείσ-ωσις
γείταινα
γείτη:
γειτνέω
γειτνί-α
γειτνι-άζω
γειτνι-α^κός
γειτνί-α_μα
γειτνί-α_σις
γειτνι-άω
γείτνι-ος
γειτον-εία
This text is part of:
View text chunked by:
κέλ-ευσμα or κέλ-ευμα (v. infr.), ατος, τό, (κελεύω)
show
Browse Bar
hide
Dictionary Entry Lookup
Use this tool to search for dictionary entries in all lexica.
How to enter text in Greek:
![](/img/keyCaps.gif)
hide
References (14 total)
- Cross-references in general dictionaries from this page
(14):
- Aeschylus, Eumenides, 235
- Aeschylus, Libation Bearers, 751
- Aeschylus, Persians, 397
- Euripides, Hecuba, 929
- Euripides, Iphigeneia in Taurus, 1405
- Herodotus, Histories, 7.16
- Herodotus, Histories, 4.141
- New Testament, 1 Thessalonians, 4.16
- Old Testament, Proverbs, 30.27
- Plato, Phaedrus, 253d
- Sophocles, Antigone, 1219
- Xenophon, On Hunting, 6.20
- Thucydides, Histories, 2.92
- Diodorus, Historical Library, 3.15
hide
Search
hide
Display Preferences