A.prone to fall, unstable, precarious, “τὰ μεγάλα πάντα ἐπισφαλῆ” Pl.R.497d ; “-εστέρα δύναμις” D.2.15, cf. Arist.EN1155a10 ; ἐπισφαλές [ἐστι] Id.Pol.1264b6 ; “ἐ. φύσει βίος” Men.Epit.126.
2. dangerous, “νόσημα” Hp.VM9 ; “νόσοι” Ph.2.413 ; “καιροί” Plb.1.66.12 : Sup. “-εστάτη, χώρα” Id.2.29.2 ; “τοῦ ἀγχιβαθοῦς τῶν ἑλῶν Π̔ωμαίοις -σφαλοῦς ἐσομένου” Hdn.7.2.5 ; ἐπισφαλές [ἐστι] “παρακοῦσαι” Epicur. Fr.200. Adv. -λῶς, ἔχειν, διακεῖσθαι, to be in danger, Plb.6.25.4, Plu.Sol.13 ; “ἐ. βεβηκώς” LXX Wi.4.4 : Sup. “-έστατα, περᾶσαι” Plu.Cat.Mi.15.