A.like ἀπήμαντος, unharmed, unhurt, “ἀδάκρυτος καὶ ἀ.” Il.1.415, al.; “σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί” Od. 4.487; νόστος ἀ. ib.519, cf. “νῆες ἀπήμονες” Opp.H.5.676; ὄλβος, Pi. Pae.9.8; “μοῖρα” A.R.1.422; without sorrow or care, “ἀ. κραδία κᾶδος ἀμφ᾽ ἀλλότριον” Pi.N.1.54, cf.P.10.22: c.gen., “ἀ. πάσης οἰζύος” A.Eu.893.— Rare in Prose, as Hdt.1.42, 4.179, Pl.Phdr.248c, Ph.1.393.
ἀπήμων , ον, gen. -ονος, (πῆμα)