A.pluck or pull, “ἄνθε᾽ ἀμέργοισαν παῖδα” Sapph.121; “πετάλων ἄπο . . χερὶ καρπὸν ἀμέρξων” E.HF397 (lyr.), cf. A.R.1.882; “ἀ. τὰς ἐλάας” Com.Adesp.437 (squeeze out juice, acc. to Eust.318.11):—Med., “ἀμερξάμεναι . . δρυὸς ἄγρια φύλλα” Theoc.26.3, cf. A.R.4.1144, Nic.Th.864, etc.
ἀμέργω [α^], fut. -ξω (v. infr.),